- ἐκκρίναι
- ἐκκρί̱ναῑ , ἐκκρίνωsingle outaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκκρῖναι — ἐκκρίνω single out aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)